Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πίεσις
πίεσμα
πιεσμός
πιεστέος
πιεστήρ
πιεστήριος
πιεστός
πίεστρον
πιήεις
πιθάκνη
πίθακος
πιθανεύομαι
πιθανολογέω
πιθανολόγημα
πιθανολογία
πιθανολογική
πιθανολόγος
πιθανοποιέω
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργία
View word page
πίθακος
πίθᾱκος, Dor. for πίθηκος; also in Sammelb. 2629 (Naucratis).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πίθακος
Headword (normalized):
πίθακος
Headword (normalized/stripped):
πιθακος
IDX:
83066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πίθᾱκος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πίθηκος</span>; also in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 2629 </span> (Naucratis).</div><br><br>'}