Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιαλέος
πίαλος
πιαντηριος
πιαντικός
πῖαρ
πιαρός
πίασμα1
πίασμα2
πιασμός
πιαστήριος
πιάτοις
πιάτρα
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδάω
πιδήεις
View word page
πιάτοις
πιάτοις· τὸ ἄσημον ἀργύριον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιάτοις
Headword (normalized):
πιάτοις
Headword (normalized/stripped):
πιατοις
IDX:
83037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πιάτοις·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἄσημον ἀργύριον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}