Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πιαίνω
πιαλέος
πίαλος
πιαντηριος
πιαντικός
πῖαρ
πιαρός
πίασμα1
πίασμα2
πιασμός
πιαστήριος
πιάτοις
πιάτρα
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδάω
View word page
πιαστήριος
πῐαστήριος, ον,
A). = πιεστήριος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πιαστήριος
Headword (normalized):
πιαστήριος
Headword (normalized/stripped):
πιαστηριος
IDX:
83036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83037
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῐαστήριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πιεστήριος</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}