Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
ἀνεξέλευστος
ἀνεξέλικτος
ἀνεξεράω
ἀνεξέργαστος
ἀνεξερεύνητος
ἀνεξέταστος
ἀνεξεύρετος
ἀνεξήγητος
ἀνεξία
ἀνεξικακέω
ἀνεξικακία
View word page
ἀνεξέλευστος
ἀνεξ-έλευστος, ον,
A). = ἀνεξίτητος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεξέλευστος
Headword (normalized):
ἀνεξέλευστος
Headword (normalized/stripped):
ανεξελευστος
IDX:
8300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεξ-έλευστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνεξίτητος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}