Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλούσιον1
Πηλούσιον2
Πηλουσιακὸν
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πήλυι
πῆλυξ
πηλώδης
πηλώεις
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
View word page
πήλυι
πήλυι,
A). v. τηλοῦ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πήλυι
Headword (normalized):
πήλυι
Headword (normalized/stripped):
πηλυι
IDX:
82959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πήλυι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τηλοῦ</span> .</div> </div><br><br>'}