Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πηλόδομος
πηλοεργίη
πηλοεψητής
πήλοθεν
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιητικός
πηλοποιία
πηλοποιός
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλούσιον1
Πηλούσιον2
Πηλουσιακὸν
View word page
πηλοποιητικός
πηλο-ποιητικός and πηλο-ποιικός, ff. ll. for πιλοπ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πηλοποιητικός
Headword (normalized):
πηλοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
πηλοποιητικος
IDX:
82944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82945
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηλο-ποιητικός</span> and <span class="orth greek">πηλο-ποιικός</span>, ff. ll. for <span class="itype greek">πιλοπ</span>-.</div><br><br>'}