Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πηλίκος
πηλικότης
πήλινος
Πήλιον
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλοεργίη
πηλοεψητής
πήλοθεν
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιητικός
πηλοποιία
πηλοποιός
View word page
πηλοεψητής
πηλο-εψητής
,
A).
coctiliarius, figulus,
Gloss.
ShortDef
coctiliarius, figulus
Debugging
Headword:
πηλοεψητής
Headword (normalized):
πηλοεψητής
Headword (normalized/stripped):
πηλοεψητης
IDX:
82936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82937
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηλο-εψητής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coctiliarius, figulus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}