Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πηλιδνός
πηλίκος
πηλικότης
πήλινος
Πήλιον
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλοεργίη
πηλοεψητής
πήλοθεν
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιητικός
πηλοποιία
View word page
πηλοεργίη
πηλο-εργίη, ,
A). v. πηλουργία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πηλοεργίη
Headword (normalized):
πηλοεργίη
Headword (normalized/stripped):
πηλοεργιη
IDX:
82935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηλο-εργίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πηλουργία</span> .</div> </div><br><br>'}