πήλινος
πήλῐνος, η, ον, also ος, ον :( 31.152 πηλός):—
A). of clay, ἀνδριὰς π. Metaph. 1035a32 ; οἱ π. clay figures, ; 4.26 τοῖχοι π. Dem. 11 ; π. εἰκόνες l. c.; π. βωμός Com.Adesp. 341 ; π. ὀξύ pointed nest of clay, built by the mason-bee, HA 555a14 ; π. ἔργα PPetr. 3p.143 (iii B. C.).