Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πήλαξ
πηλάριον
πῆλε
Πηλεύς
πηλεφάνης
πήληξ
Πηλιάς
πηλιδνός
πηλίκος
πηλικότης
πήλινος
Πήλιον
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλοεργίη
View word page
πηλιδνός
πηλιδνός,
A). = πελιδνός , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πηλιδνός
Headword (normalized):
πηλιδνός
Headword (normalized/stripped):
πηλιδνος
IDX:
82925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηλιδνός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πελιδνός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}