πήληξ
πήληξ, ηκος, ἡ,
A). helmet, ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ ; 13.805 ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308 ; ἱππόκομος π. 16.797 ; old Ep. word, used by Ra. 1017 , Top. 173b20 .
2). serpent's crest, Hyps.Fr. 16(18).4 . (Commonly derived from πάλλω, πῆλαι, from the nodding of the plume, Lex., etc.)