Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πηλαῖος
πηλακίζω
πηλακισμός
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πήλαξ
πηλάριον
πῆλε
Πηλεύς
πηλεφάνης
πήληξ
Πηλιάς
πηλιδνός
πηλίκος
πηλικότης
πήλινος
Πήλιον
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
View word page
πηλεφάνης
πηλεφάνης,
A). v. τηλεφανής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πηλεφάνης
Headword (normalized):
πηλεφάνης
Headword (normalized/stripped):
πηλεφανης
IDX:
82922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηλεφάνης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τηλεφανής</span> .</div> </div><br><br>'}