Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πηκτός
Πηλαγόνες
πηλαῖος
πηλακίζω
πηλακισμός
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πήλαξ
πηλάριον
πῆλε
Πηλεύς
πηλεφάνης
πήληξ
Πηλιάς
πηλιδνός
πηλίκος
πηλικότης
πήλινος
Πήλιον
πηλοβάτης
View word page
πῆλε
πῆλε,
A). v. πάλλω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῆλε
Headword (normalized):
πῆλε
Headword (normalized/stripped):
πηλε
IDX:
82920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82921
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πῆλε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πάλλω</span> .</div> </div><br><br>'}