Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πήκτης
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
Πηλαγόνες
πηλαῖος
πηλακίζω
πηλακισμός
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πήλαξ
πηλάριον
πῆλε
Πηλεύς
πηλεφάνης
πήληξ
Πηλιάς
View word page
πηλακισμός
πηλᾰκ-ισμός
,
ὁ
, etym. of
προπηλακισμός
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πηλακισμός
Headword (normalized):
πηλακισμός
Headword (normalized/stripped):
πηλακισμος
IDX:
82914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82915
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηλᾰκ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, etym. of <span class="foreign greek">προπηλακισμός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}