Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πηδός
πηδύειν
πήθω
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πήκτης
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
Πηλαγόνες
πηλαῖος
πηλακίζω
πηλακισμός
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πήλαξ
πηλάριον
πῆλε
Πηλεύς
View word page
Πηλαγόνες
Πηλᾰγόνες
,
οἱ
,
A).
v.
πηλόγονος
.
πῆλαι
, v.
πάλλω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Πηλαγόνες
Headword (normalized):
πηλαγόνες
Headword (normalized/stripped):
πηλαγονες
IDX:
82911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82912
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Πηλᾰγόνες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πηλόγονος</span> . <span class="orth greek">πῆλαι</span>, v. <span class="ref greek">πάλλω</span> .</div> </div><br><br>'}