Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηδύειν
πήθω
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πήκτης
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
Πηλαγόνες
πηλαῖος
πηλακίζω
πηλακισμός
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
View word page
πήκτης
πήκτης
, dub. sens. in
Arch.Pap.
5.387
(ii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πήκτης
Headword (normalized):
πήκτης
Headword (normalized/stripped):
πηκτης
IDX:
82907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82908
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πήκτης</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 5.387 </span> (ii A. D.).</div><br><br>'}