Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηδύειν
πήθω
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πήκτης
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
Πηλαγόνες
πηλαῖος
πηλακίζω
πηλακισμός
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
View word page
πηκτή
πηκτή, Dor. πακτά, ,
A). v. πηκτός .


ShortDef

a net

Debugging

Headword:
πηκτή
Headword (normalized):
πηκτή
Headword (normalized/stripped):
πηκτη
IDX:
82906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηκτή</span>, Dor. <span class="orth greek">πακτά</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πηκτός</span> .</div> </div><br><br>'}