Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνενεχύραστος
ἀνενήνοθεν
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνέντονον
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
ἀνεξέλεγκτος
View word page
ἀνεντρέπτως
ἀνεν-τρέπτως,
A). without doubt, An.Ox. 2.341 .


ShortDef

without doubt

Debugging

Headword:
ἀνεντρέπτως
Headword (normalized):
ἀνεντρέπτως
Headword (normalized/stripped):
ανεντρεπτως
IDX:
8289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεν-τρέπτως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without doubt, An.Ox.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:2:341" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:2.341/canonical-url/"> 2.341 </a>.</div> </div><br><br>'}