Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνενετεῖ
ἀνενεχύραστος
ἀνενήνοθεν
ἀνενθουσίαστος
ἀνενθύμητος
ἀνεννόητος
ἀνενόχλητος
ἀνέντατος
ἀνενταφιάστως
ἀνέντευκτος
ἀνέντονον
ἀνεντρέπτως
ἀνεντρεχής
ἀνέντροπος
ἀνεξάκουστος
ἀνεξάλειπτος
ἀνεξάλλακτος
ἀνεξαλλοτρίωτος
ἀνεξαπατησία
ἀνεξαπάτητος
ἀνεξαρίθμητος
View word page
ἀνέντονον
ἀνέν-τονον·
ἱμάτιον
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέντονον
Headword (normalized):
ἀνέντονον
Headword (normalized/stripped):
ανεντονον
IDX:
8288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8289
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέν-τονον·</span> <span class="foreign greek">ἱμάτιον</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}