Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
πηγάς
Πήγασος
πηγεσίμαλλος
πηγετός
πηγή
πηγίδιον
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πήγνυσις
πηγόμαλλος
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
View word page
πηγίδιον
πηγίδιον
,
τό
, Dim. of
πηγή
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πηγίδιον
Headword (normalized):
πηγίδιον
Headword (normalized/stripped):
πηγιδιον
IDX:
82875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82876
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηγίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">πηγή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}