Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πεφυυῖα
πέχαρι
πέψις
πεώδης
πη
πῃ
πηγάζω
πηγαῖος
πηγάνειος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
πηγάνινος
πηγάνιον
πηγανίτης
πηγανόεις
πήγανον
πηγανόσπερμον
πηγανώδης
View word page
πηγάνειος
πηγάν-ειος
[ᾰ]
,
α
,
ον
,
A).
=
πηγάνινος
,
Gal.
12.511
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πηγάνειος
Headword (normalized):
πηγάνειος
Headword (normalized/stripped):
πηγανειος
IDX:
82859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82860
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πηγάν-ειος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πηγάνινος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.511 </span>.</div> </div><br><br>'}