Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφύασι
πεφύγγων
πεφυζότες
πεφυκότως
πεφύκω
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πεφυυῖα
πέχαρι
πέψις
πεώδης
πη
πῃ
πηγάζω
πηγαῖος
πηγάνειος
πηγανέλαιον
πηγανηρά
πηγανίζω
View word page
πέχαρι
πέχαρι· ἔλαφος, Amerias ap. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέχαρι
Headword (normalized):
πέχαρι
Headword (normalized/stripped):
πεχαρι
IDX:
82852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82853
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέχαρι·</span> <span class="foreign greek">ἔλαφος</span>, Amerias ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}