Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέφνε
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πέφραδε
πεφρασμένως
πέφρικα
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφύασι
πεφύγγων
πεφυζότες
πεφυκότως
πεφύκω
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πεφυυῖα
πέχαρι
πέψις
πεώδης
πη
πῃ
View word page
πεφυζότες
πεφυζότες, Ep. pf. part. for πεφευγότες, cf. φύζα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφυζότες
Headword (normalized):
πεφυζότες
Headword (normalized/stripped):
πεφυζοτες
IDX:
82846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεφυζότες</span>, Ep. pf. part. for <span class="foreign greek">πεφευγότες</span>, cf. <span class="foreign greek">φύζα</span>.</div><br><br>'}