Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πεφάσθαι
πεφειράκοντες
πεφεισμένως
πέφη
Πεφναῖος
πέφνε
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πέφραδε
πεφρασμένως
πέφρικα
πεφρονημένως
πεφροντισμένως
πεφύασι
πεφύγγων
πεφυζότες
πεφυκότως
πεφύκω
πεφυλαγμένως
πεφυρμένως
πεφυυῖα
View word page
πέφρικα
πέφρῑκα,
A). v. φρίσσω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέφρικα
Headword (normalized):
πέφρικα
Headword (normalized/stripped):
πεφρικα
IDX:
82841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82842
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέφρῑκα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φρίσσω</span> .</div> </div><br><br>'}