Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πευκών
πεῦσις
πεύσομαι
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πευστός
πέφανται
πεφάσθαι
πεφειράκοντες
πεφεισμένως
πέφη
Πεφναῖος
πέφνε
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πέφραδε
πεφρασμένως
πέφρικα
πεφρονημένως
View word page
πεφειράκοντες
πεφειράκοντες,
A). v. θηράω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεφειράκοντες
Headword (normalized):
πεφειράκοντες
Headword (normalized/stripped):
πεφειρακοντες
IDX:
82832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεφειράκοντες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θηράω</span> .</div> </div><br><br>'}