Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πευκία
πεύκινος
πεύκλα
πευκών
πεῦσις
πεύσομαι
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πευστός
πέφανται
πεφάσθαι
πεφειράκοντες
πεφεισμένως
πέφη
Πεφναῖος
πέφνε
πεφοβημένως
πεφραγμένως
πέφραδε
View word page
πευστός
πευς-τός· ὑπήκοος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πευστός
Headword (normalized):
πευστός
Headword (normalized/stripped):
πευστος
IDX:
82829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πευς-τός·</span> <span class="foreign greek">ὑπήκοος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}