Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πευκάνα
πευκέδανον
πευκεδανός
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πεύκλα
πευκών
πεῦσις
πεύσομαι
πευστέον
πευστήριος
πευστής
πευστικός
πευστός
πέφανται
πεφάσθαι
πεφειράκοντες
πεφεισμένως
πέφη
View word page
πεύσομαι
πεύσομαι, fut. of πυνθάνομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πεύσομαι
Headword (normalized):
πεύσομαι
Headword (normalized/stripped):
πευσομαι
IDX:
82824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82825
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πεύσομαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">πυνθάνομαι</span>.</div><br><br>'}