Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πετρώροφος
πετταράκοντα
πέτταρες
πεττεία
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευΐδας
πευκαλέομαι
πευκάλιμος
πευκάνα
πευκέδανον
πευκεδανός
πεύκη
πευκήεις
πευκία
πεύκινος
πεύκλα
πευκών
πεῦσις
πεύσομαι
View word page
πευκάνα
πευκάνα· πευκονία, ἱστοῦ παράπλεγμα, τροχίαι, Hsch.; cf. πέρκανα, πεύκλα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πευκάνα
Headword (normalized):
πευκάνα
Headword (normalized/stripped):
πευκανα
IDX:
82814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πευκάνα·</span> <span class="foreign greek">πευκονία, ἱστοῦ παράπλεγμα, τροχίαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">πέρκανα, πεύκλα</span>.</div><br><br>'}