πεττεία
πεττεία, πετρ-ευτής, πετρ-εύω, πετρ-ός, Att. for πεσσεία, etc. πεττύκια, τά,
A). clippings of leather, Moer. p.305 P. (Cf. πεσσύγγιον.) πέττω, Att. for πέσσω. πευδρία· ἀρτοθήκη, πευθείς (i. e. πεφθείς) ἑψηθείς, Id. πεύθη, ἡ , (πεύθομαἰ = πεῦσις , Id.