Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
πετρογενής
πετροετηρίς
πετροκατοίκητος
πετρόκοιτος
πετροκόραξ
πετροκόσσυφος
πετροκυλιστής
πετρολάπαθον
πετροποιία
πετροποιός
πετρορριφής
πετρόρυτος
View word page
πετροετηρίς
πετρο-ετηρίς, ίδος, , Thess.,
A). = τετραετηρίς , Rev.Phil. 35.123 (Larissa, i B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πετροετηρίς
Headword (normalized):
πετροετηρίς
Headword (normalized/stripped):
πετροετηρις
IDX:
82782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πετρο-ετηρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Thess., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τετραετηρίς</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Phil.</span> 35.123 </span> (Larissa, i B. C.).</div> </div><br><br>'}