πετρόβολος
πετρόβολ-ος (parox.), ον,
II). Subst. πετροβόλος,, engine for throwing stones, , 5.4.6 Jb. 41.19 , , etc.; distd. from 34.2 καταπέλτης, (but 8.7.2 καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους , cf. 18.51 IG 22.468.1 ): neut. πετροβόλα (sc. ὄργανα), opp. δορυβόλα, AJ 9.10.3 .
2). sling, v.l. in 1 Ki. 14.14 .
III). λίθοι πετρόβολοι hurled as from a sling, of hailstones, ib. Ez. 13.11 , 13 .