Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέτρατος
πετρεντινάκτης
πετρεφράμη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πέτριον
πετρίς
πετροβατέω
πετροβάτης
πετροβατικός
πετρόβλητος
πετροβολέω
πετροβολία
πετροβολικός
πετροβολισμός
πετρόβολος
View word page
πέτριον
πέτριον,
A). v. πετραῖον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέτριον
Headword (normalized):
πέτριον
Headword (normalized/stripped):
πετριον
IDX:
82770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82771
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέτριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πετραῖον</span> .</div> </div><br><br>'}