Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πετραία
πετραῖον
πετραῖος
πετρακισχείλιη
πετράμβατοι
πετράμεινος
πετρανός
πετράς
πέτρατος
πετρεντινάκτης
πετρεφράμη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πέτριον
πετρίς
πετροβατέω
View word page
πετρεφράμη
πετρεφράμη· θρασεῖα, θερμή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πετρεφράμη
Headword (normalized):
πετρεφράμη
Headword (normalized/stripped):
πετρεφραμη
IDX:
82762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82763
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πετρεφράμη·</span> <span class="foreign greek">θρασεῖα, θερμή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}