Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πετήν
πετηνις
πέτομαι
πετόντεσσι
πέτρα
πετραία
πετραῖον
πετραῖος
πετρακισχείλιη
πετράμβατοι
πετράμεινος
πετρανός
πετράς
πέτρατος
πετρεντινάκτης
πετρεφράμη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
View word page
πετράμεινος
πετράμεινος
[
ᾰ],
, Boeot. for
τετράμηνος
,
IG
7.3172.115
(Orchom. Boeot.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πετράμεινος
Headword (normalized):
πετράμεινος
Headword (normalized/stripped):
πετραμεινος
IDX:
82757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82758
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πετράμεινος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, Boeot. for <span class="foreign greek">τετράμηνος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.3172.115 </span> (Orchom. Boeot.).</div><br><br>'}