Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πετηλώδης
πετήν
πετηνις
πέτομαι
πετόντεσσι
πέτρα
πετραία
πετραῖον
πετραῖος
πετρακισχείλιη
πετράμβατοι
πετράμεινος
πετρανός
πετράς
πέτρατος
πετρεντινάκτης
πετρεφράμη
πετρηγενής
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
View word page
πετράμβατοι
πετράμβᾰτοι
(for
πετρανάβατοι
)
· ὑψηλοί
,
Hsch.
(
πατρέμβ
-cod.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πετράμβατοι
Headword (normalized):
πετράμβατοι
Headword (normalized/stripped):
πετραμβατοι
IDX:
82756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82757
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πετράμβᾰτοι</span> (for <span class="foreign greek">πετρανάβατοι</span>)<span class="foreign greek">· ὑψηλοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">πατρέμβ</span>-cod.).</div><br><br>'}