Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πετασῖτις
πέτασμα
πετασμός
πέτασος
πετασώδης
πετασών
πεταυρισμός
πέταχνον
πετάω
πετεινός
πετελκές
πετευρίζομαι
πετεύριον
πετευρισμός
πετευριστέω
πετευριστήρ
πετευριστής
πέτευρον
πετήλη
πετηλίας
πετηλίς
View word page
πετελκές
πετελκές· καμπύλον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πετελκές
Headword (normalized):
πετελκές
Headword (normalized/stripped):
πετελκες
IDX:
82734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πετελκές·</span> <span class="foreign greek">καμπύλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}