Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄγραφος
ἄγρει
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἀγρεμών
ἀγρεσία
ἀγρεταί
ἀγρετεύω
ἀγρετήματα
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτεῖ
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτίς
View word page
ἀγρετήματα
ἀγρετήματα· τὰ ἀγορευόμενα τῶν παρθένων ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρετήματα
Headword (normalized):
ἀγρετήματα
Headword (normalized/stripped):
αγρετηματα
IDX:
826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρετήματα·</span> <span class="foreign greek">τὰ ἀγορευόμενα τῶν παρθένων</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}