Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
πέρσος
πέρσυ
πέρυσι
περυσινός
Περφεραῖος
Περφερέες
Περφερέτας
περώσιος
πεσδο
πέσημα
πέσκος
πέσμα
πέσος
πεσσάριον
πεσσεία
πεσσευτήριον
πεσσευτής
πεσσευτικός
View word page
περώσιος
περώσιος, dialectic form of περιώσιος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περώσιος
Headword (normalized):
περώσιος
Headword (normalized/stripped):
περωσιος
IDX:
82681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περώσιος</span>, dialectic form of <span class="foreign greek">περιώσιος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}