περῠσῐνός,
ή,
όν,
A). of last year, last year's:
1). of men and animals,
οἱ π. ἄρχοντες Pl. Lg. 855c ;
π. φόρος IG 12.216.11 ,
45 ;
π. δήμαρχος ib.
22.1183.26 ;
π. ἔφηβος Poll. 2.9 ;
οἱ π. ἡγεμόνες, of queen wasps.
Arist. HA 628a26 ;
τὰ π. κυήματα ib.
556a7 .