πέρσυ
πέρσυ,
A). = πέρυσι , Supp.Epigr. 4.707.7 (Cyzicus):—hence περσύας (sc. οἶνος), ὁ, for περυσίας (περισύας codd.), last year's wine, ap. ; and 19.130 περσυνός, = περυσινός , Dura4 97 (iii A.D.), PSI 1.50.12 (iv/v A. D.); περισυνός codd. Gal.l.c.