Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Περσεφόνη
περσεφόνιον
Περσηΐς
Πέρσης
Περσίζω
περσιθέα
περσικία
περσίκιον
Περσικός
περσικών
πέρσιον
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσογενής
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
Περσολέτης
Περσονομέομαι
πέρσος
πέρσυ
View word page
πέρσιον
πέρσιον, τό,
A). v. πέρσειον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέρσιον
Headword (normalized):
πέρσιον
Headword (normalized/stripped):
περσιον
IDX:
82665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέρσιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πέρσειον</span> .</div> </div><br><br>'}