Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περσέπολις
Περσέπολις
Περσετικά
Περσεύς
Περσεφόνη
περσεφόνιον
Περσηΐς
Πέρσης
Περσίζω
περσιθέα
περσικία
περσίκιον
Περσικός
περσικών
πέρσιον
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσογενής
Περσοδιώκτης
Περσοκτόνος
View word page
περσικία
περσικία
,
ἡ
,
A).
peach-tree
,
Cyran.
25
.
ShortDef
peach-tree
Debugging
Headword:
περσικία
Headword (normalized):
περσικία
Headword (normalized/stripped):
περσικια
IDX:
82661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82662
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περσικία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">peach-tree</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 25 </span>.</div> </div><br><br>'}