Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περονητήρ
περονητρίς
περονίδιον
περόνιον
περονίς
περόσχια
περπερεύομαι
πέρπερος
πέρρα
πέρραμος
περράτων
περσέα
πέρσειον
περσέπολις
Περσέπολις
Περσετικά
Περσεύς
Περσεφόνη
περσεφόνιον
Περσηΐς
Πέρσης
View word page
περράτων
περράτων,
A). v. πεῖραρ . περρέχω, v. περιέχω . περρησιππίαν· τὴν ἀνατρέχουσαν ἵππον, Hsch. πέρροχος, v. περίοχος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περράτων
Headword (normalized):
περράτων
Headword (normalized/stripped):
περρατων
IDX:
82648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82649
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περράτων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πεῖραρ</span> . <span class="orth greek">περρέχω</span>, v. <span class="ref greek">περιέχω</span> . <span class="orth greek">περρησιππίαν·</span> <span class="foreign greek">τὴν ἀνατρέχουσαν ἵππον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">πέρροχος</span>, v. <span class="ref greek">περίοχος</span> .</div> </div><br><br>'}