Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περομνύναι
περόναμα
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητρίς
περονίδιον
περόνιον
περονίς
περόσχια
περπερεύομαι
πέρπερος
πέρρα
πέρραμος
περράτων
περσέα
πέρσειον
περσέπολις
Περσέπολις
Περσετικά
View word page
περόσχια
περόσχια· τὰ ῥάκη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περόσχια
Headword (normalized):
περόσχια
Headword (normalized/stripped):
περοσχια
IDX:
82643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περόσχια·</span> <span class="foreign greek">τὰ ῥάκη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}