Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναξ
περνάω
πέρνημι
πέροδος
περομνύναι
περόναμα
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητρίς
περονίδιον
περόνιον
περονίς
περόσχια
περπερεύομαι
View word page
περόναμα
περόν-ᾱμα
, Dor. for
περόνημα
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περόναμα
Headword (normalized):
περόναμα
Headword (normalized/stripped):
περοναμα
IDX:
82634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82635
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περόν-ᾱμα</span>, Dor. for <span class="foreign greek">περόνημα</span>.</div><br><br>'}