Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πέρκανα
περκάς
πέρκη
περκίδιον
περκίς
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναξ
περνάω
πέρνημι
πέροδος
περομνύναι
περόναμα
περονάω
περόνη
περόνημα
περονητήρ
περονητρίς
View word page
πέρναξ
πέρναξ· θρίδαξ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέρναξ
Headword (normalized):
πέρναξ
Headword (normalized/stripped):
περναξ
IDX:
82629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82630
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέρναξ·</span> <span class="foreign greek">θρίδαξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}