Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περιωτίς
πέρκα
περκάζω
περκαίνω
πέρκανα
περκάς
πέρκη
περκίδιον
περκίς
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναξ
View word page
πέρκανα
πέρκανα· ἱστοῦ περιπλέγματα, Hsch. ; cf. πευκάνα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέρκανα
Headword (normalized):
πέρκανα
Headword (normalized/stripped):
περκανα
IDX:
82619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82620
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πέρκανα·</span> <span class="foreign greek">ἱστοῦ περιπλέγματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ; cf. <span class="foreign greek">πευκάνα</span>.</div><br><br>'}