περκάζω
περκ-άζω,(πέρκος
A). = περκνός ) become dark, turn dark, of grapes beginning to ripen, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις ; 12.2 ὅταν ἄρτι π. σταφυλή HP 9.11.7 , cf. Hymn.Is. 168 , Am. 9.13 ; ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες CP 3.16.3 , etc.; of olives, Gp. 9.19.2 ; of flowers, VP 44 .
II). Act., make dark-coloured, . 5.2