ἀνεμώδης
ἀνεμ-ώδης, ες,
A). windy, Σκῦρος Fr. 553 ; χώρα Aër. 24 , cf. Th. 96 ; ἀκρωτήριον ; 2.967b ἔτος ἀ. Mete. 360b5 ; κύματα ἀ. bringing wind, Pr. 932b29 ; σημεῖον ἀ. a sign of wind, Sign. 18 .
2). metaph., vain, idle, Hsch. s.v. κραπαταλίας.