Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
περιψήχω
περιψιθυρίζω
περιψιλόομαι
περιψίλωσις
περιψοφέω
περιψόφησις
περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιώγανα
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδή
περιῳδικά
View word page
περιψόφησις
περιψόφ-ησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
sounding all round, loud noise
, ib.
549c
(pl.).
ShortDef
sounding all round, loud noise
Debugging
Headword:
περιψόφησις
Headword (normalized):
περιψόφησις
Headword (normalized/stripped):
περιψοφησις
IDX:
82588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82589
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιψόφ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sounding all round, loud noise</span>, ib.<span class="bibl"> 549c </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}